-
1 οικονομολογικός
[икономологикос] επ. экономический, финансовыйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικονομολογικός
-
2 экономический
экономический 1) οικονομικός 2) (относящийся к науке ) οικονομολογικός* * *1) οικονομικός2) ( относящийся к науке) οικονομολογικός -
3 финансовый
финансов||ыйприл οἰκονομικός, οἰκονομολογικός, χρηματιστικός:\финансовыйая система τό οίκο νομικό σύστημα· \финансовый капитал τό χρηματιστικό κεφάλαιο· \финансовыйые круги́ οἱ οἰκονομικοί κύκλοι· \финансовый контроль ὁ οίκονομικός ἔλεγχος. -
4 экономический
экономи́ческ||ийприл1. οίκονομικός:\экономическийая выгода τό οίκο νομικό ὅφελος· \экономический район ἡ οίκονομική περιοχή·2. (относящийся к науке) οἰκονομολογικός.
См. также в других словарях:
οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή στον οικονομολόγο. επίρρ... οικονομολογικώς και ά από οικονομολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Καραθεοδωρή] … Dictionary of Greek
οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή τον οικονομολόγο: Οικονομολογική μελέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)