Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) οικονομολογικός

См. также в других словарях:

  • οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή στον οικονομολόγο. επίρρ... οικονομολογικώς και ά από οικονομολογική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικονομολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Α. Καραθεοδωρή] …   Dictionary of Greek

  • οικονομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομολογία ή τον οικονομολόγο: Οικονομολογική μελέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»